εργατεύομαι

εργατεύομαι
ἐργατεύομαι (ΑΜ
Μ και ἐργατεύω) [εργάτης]
εργάζομαι κοπιαστικά
μσν.
εργατεύω
1. είμαι εργάτης
2. βάζω κάποιον να δουλέψει ως εργάτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐργατευομένους — ἐργατεύομαι work hard pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατεύεσθαι — ἐργατεύομαι work hard pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατεύσασθαι — ἐργατεύομαι work hard aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”